πορήϊον

πορήϊον
πορήϊον, τό,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πορήϊον — τὸ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πορεῑον …   Dictionary of Greek

  • πορείον — δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α [πορεύω] 1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.) 2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα 3. φορτίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”