πορήϊον — τὸ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πορεῑον … Dictionary of Greek
πορείον — δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α [πορεύω] 1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.) 2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα 3. φορτίο … Dictionary of Greek